- κακολογικός
- κᾰκολογ-ικός, ή, όν,A vituperative, τὸ κ. Arist.Rh.Al.1440b5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακολογικός — ή, ό (AM κακολογικός, ή, όν) [κακολογία] αυτός που αναφέρεται στην κακολογία, υβριστικός, ονειδιστικός … Dictionary of Greek
κακολογικόν — κακολογικός vituperative masc acc sg κακολογικός vituperative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)